- αβουκόλητος
- ἀβουκόλητος -ον (Α) [βουκολῶ]1. αυτός που δεν βοσκήθηκε ή που δεν φυλάσσεται από βουκόλο2. μτφ. αφρόντιστος, παραμελημένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀβουκόλητον — ἀβουκόλητος masc/fem acc sg ἀβουκόλητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)